Anonymous

θηλυπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_17)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηλυπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[γυναικεῖον]] [[πρόσωπον]], Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες.
|lstext='''θηλυπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[γυναικεῖον]] [[πρόσωπον]], Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηλυπρόσωπος]], -ον (Α)<br />(για τις Σειρήνες) αυτός που έχει [[πρόσωπο]] γυναίκας.
}}
}}