Anonymous

θυμέλη: Difference between revisions

From LSJ
2,926 bytes added ,  29 September 2017
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> autel ; <i>particul. sur le théâtre d’Athènes</i> autel de Dionysos ; théâtre, scène;<br /><b>2</b> [[αἱ]] θυμέλαι Κυκλώπων EUR murs des Cyclopes, à Mycènes.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> autel ; <i>particul. sur le théâtre d’Athènes</i> autel de Dionysos ; théâtre, scène;<br /><b>2</b> [[αἱ]] θυμέλαι Κυκλώπων EUR murs des Cyclopes, à Mycènes.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θυμέλη]], ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. θυμέλα)<br /><b>φρ.</b> «ὁ τῆς θυμέλης [[δομέστικος]]» — [[αξιωματούχος]] που είχε την [[επιμέλεια]] τών λαϊκών θεαμάτων και διασκεδάσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βωμός]], θυσιαστήριο<br /><b>2.</b> η [[εστία]], ο [[βωμός]] του οίκου<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ιερός]] [[τόπος]], [[σηκός]]<br /><b>4.</b> (στο αρχαίο ελληνικό [[θέατρο]]) α) ο [[βωμός]] του Διονύσου που ήταν τοποθετημένος στο [[κέντρο]] της ορχήστρας του θεάτρου και στις βαθμίδες του οποίου στεκόταν ο [[κορυφαίος]] του χορού<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[ολόκληρος]] ο [[χώρος]] της ορχήστρας<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυμέλαι</i><br />ο [[χορός]]<br />δ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[ικρίωμα]] του θεάτρου, η [[σκηνή]]<br />ε) <b>στον πληθ.</b> τα θεάματα, οι θεατρικές παραστάσεις<br /><b>5.</b> [[είδος]] πλακούντα ο [[οποίος]] προσφερόταν ως [[θυσία]] στους θεούς<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ψηλός]], [[περιφανής]] [[τόπος]], [[κατάλληλος]] για [[βήμα]] ενός ρήτορα<br /><b>7.</b> <b>πάπ.</b> η [[θόλος]] της Επιδαύρου<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[θυμέλη]] τοῡ βωμοῡ» — η [[εσχάρα]] του βωμού, το [[μέρος]] [[πάνω]] στο οποίο βρισκόταν η [[πυρά]] της θυσίας, η [[εστία]]<br />β) «ἀναβαίνειν ἐπὶ τὴν θυμέλην» και [[απλώς]] «ἀναβαίνειν» — λεγόταν για δραματικό ποιητή ή για τον [[κορυφαίο]]<br />γ) «ὁ ἀπὸ τῆς θυμέλης» — ο [[δραματικός]] [[ποιητής]], κατ' αντίθ. [[προς]] «τὸν ἀπὸ τοῡ βήματος», τον ρήτορα<br />δ) «[[ὥσπερ]] ἐκ θυμέλης» — σαν [[θεατρικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυ</i>- του <i>θύω</i> (I) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μελ</i>-, [[κατά]] τα [[θεμέλιο]], [[πιμελή]]. Η αρχική [[σημασία]] ήταν «[[βωμός]] καύσεως τών θυμάτων». Η ύπαρξη τέτοιων βωμών στα αρχαία θέατρα προκάλεσε την [[εξέλιξη]] της σημασίας σε «θεατρική [[σκηνή]]»].
}}
}}