θυμέλη

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμέλη Medium diacritics: θυμέλη Low diacritics: θυμέλη Capitals: ΘΥΜΕΛΗ
Transliteration A: thymélē Transliteration B: thymelē Transliteration C: thymeli Beta Code: qume/lh

English (LSJ)

ἡ, (θύω A) prop.
A place of burning, hearth, θυμέλαι οἴκων E.Rh. 234 (lyr.), cf. A.Supp.669 (lyr.); Κυκλώπων θυμέλαι E.IA152 (anap.); but usually of sacrificial hearths or altars, δεξίπυροι θεῶν θ. Id.Supp.64 (lyr.); ἁ Φοίβου θ. Id.Ion114 (lyr.), cf. 46, al.; Ἑστία, δίδου… ἀμφὶ σὰν θ. χορεύειν Aristonous 2.17; also of braziers, θυμέλαι ἐπίτναντο χρυσήλατοι E.El.713 (lyr.); ἡ θ. τοῦ βωμοῦ the surface on which fire was kindled, IG11(2).161A95 (Delos, iii B.C.).
II especially of the altar of Dionysus which stood in the orchestra of the theatre, Διονυσιὰς θ. Pratin.Lyr.1.2, cf.EM743.37, etc.: hence in later writers,
b the orchestra, Phryn. 142, Sch.AristId.p.536 D.: hence of the chorus, opp. actors, θυμέλῃσι καὶ ἐν σκηνῇσι τεθηλώς, of Sophocles, AP7.21 (Simm.); cf. θυμελικός
c the stage, Phryn.PSp.74 B., EM653.8, etc. (hence generally, platform, stage, Plu.Alex.67); so ὁ ἀπὸ τῆς θ., of a dramatic poet, Id.Demetr. 12, etc.; ὥσπερ ἐκ θ., i.e. theatrical, Id.2.405d; actuarii thymelae equorumque currulium, Cod.Theod.8.7.21.
d αἱ ἐτήσιοι θ. annual stage-performances, Alciphr.2.3, cf. POxy.1143.3 (i A.D.), IG 14.2342.
III of the θόλος at Epidaurus (containing a hearth or altar), ib.4.1485B162.
IV = θυλήματα, Pherecr.214.

German (Pape)

[Seite 1223] ἡ (θύω), der Ort, wo geopfert wird; Tempel, Aesch. Suppl. 654; δεξίποροι θεῶν θυμέλαι Eur. Suppl. 64; θυμέλαι οἴκων Rhes. 235. Nach Phryn. 163 auch = das Opfer. In dem athenischen Theater der hohe Altar in der Mitte der Orchestra, auf dem der Koryphaeus steht, Pratin. bei Ath. XIV, 617 c Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλην. Bei Sp. übh. Theater, Bühne, wie Luc. Salt. 76; neben σκηνή, im plur., Simm. Theb. 1 (VII, 21); ein Schaugerüst, das Theater, ὥσπερ ἐκ θυμέλης Plut. Pyth. or. 22; ὁ ἀπὸ τῆς θυμέλης, von einem Komödiendichter, Demetr. 12 Alex. 67; Luc. salt. 76; ἐν θυμέλῃσι καὶ ἐν σκηνῇσι Simmi. 1 (VII, 21). Auch = das Schauspiel, Alciphr. 2, 3 E. – Bei Eur. I. A. 152 sollen θυμέλαι Κυκλώπων die kyklopischen Mauern sein. – Bei Pherecrat. in B. A. 42 = θυλήματα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 autel ; particul. sur le théâtre d'Athènes autel de Dionysos ; théâtre, scène;
2 αἱ θυμέλαι Κυκλώπων EUR murs des Cyclopes, à Mycènes.
Étymologie: θύω.

Russian (Dvoretsky)

θῠμέλη:θύω
1 жертвенник, алтарь (Φοίβου Eur.);
2 святилище, храм (θυμέλαι χρυσήλατοι Eur.);
3 сооружение: θυμέλαι Κυκλώπων Eur. Киклопические стены (в Микенах);
4 (в афинском театре), алтарь Диониса (возвышение в центре орхестры, с которого корифей управлял хором) (σκηνὴ καὶ θ. Plut.);
5 сцена, театр: ὁ ἀπὸ τῆς θυμέλης Plut. драматург.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμέλη: ἡ, (θύω) τόπος πρὸς θυσίαν, θυσιαστήριον, βωμός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 667, Εὐρ. Ἱκέτ. 65, Ἴωνι 46, 114· καθόλου, σηκός, ἕδος, ἱερόν, θυμέλαι δ’ ἐπίτναντο χρυσήλατοι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 713. 2) θυμέλαι Κυκλώπων, ὑποτίθεται ὅτι εἶναι οἱ ὄγκοι τῶν Κυκλωπείων τειχῶν ἐν Μυκήναις, ὁ αὐτ. ἐν Ι Α. 152· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. Κυκλώπων ἕδος. 3) πλακοῦς πρὸς θυσίαν συνιστάμενος ἐκ χονδραλεσμένης βραστῆς κριθῆς καὶ ἐλαίου, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 63. ΙΙ. ἐν τῷ Ἀθηναϊκῷ θεάτρῳ, βῆμα ἐν σχήματι βωμοῦ ἐν τῷ μέσῳ τῆς ὀρχήστρας, ἐπὶ τῶν βαθμίδων τοῦ ὁποίου ἵστατο ὁ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ (ἔτι ἀρχαιότερον αὐτὸς ὁ ποιητής), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 516), ὅπως διευθύνῃ τὰς κινήσεις του, Πλούτ. 2, 621Β· Διονυσιὰς θ. Πρατίνας 1. 3· ἀναβαίνειν (ἐνν. ἐπὶ τὴν θ.) Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Ἱππ. 149· - ἐντεῦθεν, ὁ ἀπὸ τῆς θ., ἐπὶ δραματικοῦ ποιητοῦ, Πλούτ. Δημητρ. 12, κτλ.· ὥσπερ ἐκ θ., ὅ ἐστι θεατρικός, ὁ αὐτ. 2. 405Ε· ἴδε Λοβέκ. Φρυν. 164. ΙΙΙ. καθόλου, τόπος ὑψωμένος, βῆμα ἢ σκηνή, Πλούτ. Ἀλεξ. 67.

Greek Monolingual

θυμέλη, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. θυμέλα)
φρ. «ὁ τῆς θυμέλης δομέστικος» — αξιωματούχος που είχε την επιμέλεια τών λαϊκών θεαμάτων και διασκεδάσεων
αρχ.
1. βωμός, θυσιαστήριο
2. η εστία, ο βωμός του οίκου
3. συνεκδ. ιερός τόπος, σηκός
4. (στο αρχαίο ελληνικό θέατρο) α) ο βωμός του Διονύσου που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο της ορχήστρας του θεάτρου και στις βαθμίδες του οποίου στεκόταν ο κορυφαίος του χορού
β) συνεκδ. ολόκληρος ο χώρος της ορχήστρας
γ) στον πληθ. αἱ θυμέλαι
ο χορός
δ) (κατ' επέκτ.) το ικρίωμα του θεάτρου, η σκηνή
ε) στον πληθ. τα θεάματα, οι θεατρικές παραστάσεις
5. είδος πλακούντα ο οποίος προσφερόταν ως θυσία στους θεούς
6. (κατ' επέκτ.) ψηλός, περιφανής τόπος, κατάλληλος για βήμα ενός ρήτορα
7. πάπ. η θόλος της Επιδαύρου
8. φρ. α) «ἡ θυμέλη τοῦ βωμοῦ» — η εσχάρα του βωμού, το μέρος πάνω στο οποίο βρισκόταν η πυρά της θυσίας, η εστία
β) «ἀναβαίνειν ἐπὶ τὴν θυμέλην» και απλώς «ἀναβαίνειν» — λεγόταν για δραματικό ποιητή ή για τον κορυφαίο
γ) «ὁ ἀπὸ τῆς θυμέλης» — ο δραματικός ποιητής, κατ' αντίθ. προς «τὸν ἀπὸ τοῦ βήματος», τον ρήτορα
δ) «ὥσπερ ἐκ θυμέλης» — σαν θεατρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυ- του θύω (I) + επίθημα -μελ-, κατά τα θεμέλιο, πιμελή. Η αρχική σημασία ήταν «βωμός καύσεως τών θυμάτων». Η ύπαρξη τέτοιων βωμών στα αρχαία θέατρα προκάλεσε την εξέλιξη της σημασίας σε «θεατρική σκηνή»].

Greek Monotonic

θῠμέλη: ἡ (θύω),
I. 1. μέρος για θυσία, βωμός, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. θυμέλαι Κυκλώπων, υποτίθεται πως είναι τα Κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών, σε Ευρ.
II. στο αθηναϊκό θέατρο, εξέδρα στην ορχήστρα στα σκαλιά της οποίας καθόταν ο κορυφαίος του Χορού, σε Πλούτ.· γενικά, τόπος ανυψωμένος, βήμα ή σκηνή, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Meaning: hearth
See also: s. 2. θύω.

Middle Liddell

θῠμέλη, ἡ, [θύω]
I. a place for sacrifice, an altar, Aesch., Eur.
2. θυμέλαι Κυκλώπων, supposed to be the Cyclopian walls at Mycenae, Eur.
II. in the Athenian theatre, a platform in the orchestra, on the steps of which stood the leader of the chorus, Plut.:— generally, a raised seat or stage, Plut.

Frisk Etymology German

θυμέλη: {thumélē}
Meaning: Herd
See also: s. 2. θύω.
Page 1,692

Mantoulidis Etymological

(=βωμός). Παράγωγο τοῦ θύω (=θυσιάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.