Anonymous

θύος: Difference between revisions

From LSJ
1,397 bytes added ,  29 September 2017
17
(Autenrieth)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=εος: pl., [[burnt]]-offerings.
|auten=εος: pl., [[burnt]]-offerings.
}}
{{grml
|mltxt=[[θύος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[θυσία]], [[ιερή]] [[προσφορά]]<br /><b>2.</b> [[θυμίαμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>. Η ονομαστική πληθ. <i>θύεα</i> μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. <i>tuwea</i> «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η [[σημασία]] εξελίχθηκε σε «[[προσφορά]] στους θεούς» γενικά. Η λ. υιοθετήθηκε από τη Λατινική στον τ. <i>tus</i> «[[θυμίαμα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θύεια]], [[θυέστης]], [[θυήεις]], [[θυία]], <i>θυίς</i>, <i>θυίσκη</i>, [[θυόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυηδόχος]], [[θυηκόος]], [[θυηπολείον]], [[θυηπολία]], [[θυηπολικός]], [[θυηπόλιον]], [[θυηπόλος]], [[θυηπολώ]], [[θυηφάγος]], [[θυοδόκος]], [[θυοσκόος]], [[θυοσκοπία]], [[θυοσκόπος]], [[θυοσκώ]], [[θυοφόρος]], [[θυώδης]].
}}
}}