Anonymous

θρόνον: Difference between revisions

From LSJ
1,070 bytes added ,  29 September 2017
17
(Autenrieth)
(17)
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=pl. [[θρόνα]]: flowers, in [[woven]] [[work]], Il. 22.441†.
|auten=pl. [[θρόνα]]: flowers, in [[woven]] [[work]], Il. 22.441†.
}}
{{grml
|mltxt=[[θρόνον]], τὸ (Α)<br />(μόνο στον πληθ.) <i>τὰ [[θρόνα]]<br />α) [[άνθη]] κεντημένα ή υφασμένα<br />β) [[άνθη]] ή βότανα από τα οποία παρασκευάζονταν φάρμακα ή μαγικά φίλτρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αρχική θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί η [[σημασία]] «[[ποικιλόχρους]], [[πολύχρωμος]]». Απαντά πιθ. ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>θρονος</i>, ίσως όμως να πρόκειται και για το ουσ. [[θρόνος]], όπως λ.χ. στο επίθ. <i>ποικιλό</i>-<i>θρονος</i>, που χαρακτηρίζει την [[Αφροδίτη]] και μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως «με το πλουμισμένο με λουλούδια [[φόρεμα]]» [[είτε]] ως «με τον καλοδουλεμένο θρόνο»].
}}
}}