3,274,313
edits
(6_21) |
(Autenrieth) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρόνον''': τό, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. θρόνα, [[ἄνθη]] κεντημένα ἐπὶ ὑφάσματος, ἐν δέ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε Ἰλ. Χ. 441· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: [[τρόνα]]· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα· πρβλ. [[ποικιλόθρονος]]. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. θρόνα ἐκαλοῦντο [[ἄνθη]] ἢ βοτάναι ἐν χρήσει ὡς φάρμακα καὶ φίλτρα, Θεόκρ. 2. 59, πρβλ. Νικ. Θηρ. 493, 936, Λυκόφρ. 674. | |lstext='''θρόνον''': τό, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. θρόνα, [[ἄνθη]] κεντημένα ἐπὶ ὑφάσματος, ἐν δέ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε Ἰλ. Χ. 441· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: [[τρόνα]]· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα· πρβλ. [[ποικιλόθρονος]]. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. θρόνα ἐκαλοῦντο [[ἄνθη]] ἢ βοτάναι ἐν χρήσει ὡς φάρμακα καὶ φίλτρα, Θεόκρ. 2. 59, πρβλ. Νικ. Θηρ. 493, 936, Λυκόφρ. 674. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=pl. [[θρόνα]]: flowers, in [[woven]] [[work]], Il. 22.441†. | |||
}} | }} |