Anonymous

θωμός: Difference between revisions

From LSJ
876 bytes added ,  29 September 2017
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas (de blé, de paille).<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas (de blé, de paille).<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser.
}}
{{grml
|mltxt=[[θωμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[σωρός]], [[στοίβα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήθος]] («θωμὸς ψηφισμάτων», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>- (-<i>θη</i>-) του <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>, της οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>θω</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>doms</i>, το αρχ. σαξ. <i>d</i><i>ō</i><i>m</i> και το αρχ. άνω γερμ. <i>tuom</i>, όλα με τη [[σημασία]] «[[γνώμη]], [[κρίση]]», ίσως δε και με τον φρυγ. τ. <i>δούμος</i>, ([[ονομασία]] θρησκευτικής αδελφότητας). Βλ. και λ. <i>θω</i>-<i>ή</i>].
}}
}}