Anonymous

θωμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θωμός''': ὁ, = [[σωρός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 295, Ἀριστοφ. Λυσ. 973, Ἀποσπ. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 4, Ἀνθ. Π. 6. 299, Ἡσύχ. – (ὡς τὸ [[θημών]], ἐκ τῆς √ΘΕ, τίθημι).
|lstext='''θωμός''': ὁ, = [[σωρός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 295, Ἀριστοφ. Λυσ. 973, Ἀποσπ. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 4, Ἀνθ. Π. 6. 299, Ἡσύχ. – (ὡς τὸ [[θημών]], ἐκ τῆς √ΘΕ, τίθημι).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />tas (de blé, de paille).<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser.
}}
}}