Anonymous

ἰδιαζόντως: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιαζόντως''': Ἐπίρρ., κατ’ ἰδίαν, ἰδιαιτέρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 182.
|lstext='''ἰδιαζόντως''': Ἐπίρρ., κατ’ ἰδίαν, ἰδιαιτέρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 182.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδιαζόντως]])<br /><b>επίρρ.</b> με ιδιαίτερο τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιωτικώς, όχι [[δημόσια]]<br /><b>2.</b> διακεκριμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>ιδιάζων</i> του ρ. [[ιδιάζω]]].
}}
}}