Anonymous

ἰδιαζόντως: Difference between revisions

From LSJ
2b
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδιαζόντως]])<br /><b>επίρρ.</b> με ιδιαίτερο τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιωτικώς, όχι [[δημόσια]]<br /><b>2.</b> διακεκριμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>ιδιάζων</i> του ρ. [[ιδιάζω]]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδιαζόντως]])<br /><b>επίρρ.</b> με ιδιαίτερο τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιωτικώς, όχι [[δημόσια]]<br /><b>2.</b> διακεκριμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>ιδιάζων</i> του ρ. [[ιδιάζω]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιαζόντως:''' (ῐ) особо, особым образом, своеобразно (ἐπιτελεῖσθαι οὐχ [[ὁμοίως]], ἀλλ᾽ ἰ. Sext.).
}}
}}