Anonymous

θωμίζω: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_9)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θωμίζω''': ἢ -ίσσω, [[μαστίζω]], «δέρνω», [[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10˙ - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει˙ νύσσει. δεσμεύει».
|lstext='''θωμίζω''': ἢ -ίσσω, [[μαστίζω]], «δέρνω», [[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10˙ - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει˙ νύσσει. δεσμεύει».
}}
{{grml
|mltxt=[[θωμίζω]] και θωμίσσω (Α) [[θώμιγξ]]<br /><b>1.</b> [[μαστίζω]], [[δέρνω]] («[[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θωμίσσει<br />νύσσει, δεσμεύει».
}}
}}