Anonymous

θυρσίτης: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_12)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυρσίτης''': ῑ, ου, ὁ, = ὠκιμοειδές, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθ. λ.) 4. 28.
|lstext='''θυρσίτης''': ῑ, ου, ὁ, = ὠκιμοειδές, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθ. λ.) 4. 28.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυρσίτης]], ὁ (Α) [[θύρσος]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] ευώδους φυτού, αλλ. ώκιμοειδές<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου που μοιάζει με [[κοράλλι]].
}}
}}