Anonymous

ἴδρις: Difference between revisions

From LSJ
830 bytes added ,  29 September 2017
17
(SL_1)
(17)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἴδρις]] (ϝίδ-.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> acquainted [[with]] c. gen. ξένον [[καλῶν]] τε ἴδριν (O. 1.104)
|sltr=[[ἴδρις]] (ϝίδ-.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> acquainted [[with]] c. gen. ξένον [[καλῶν]] τε ἴδριν (O. 1.104)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴδρις]], -ι (Α)<br /><b>1.</b> ο [[πεπειραμένος]], ο [[γνώστης]] («[[ἀνήρ]] [[ἴδρις]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) ο [[προνοητικός]]<br />β) το [[μυρμήγκι]] («[[ἴδρις]] σωρόν ἀμᾱται», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ίδρις]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-<i>ρις</i>) αποτελεί παρ. του ρ. [[οίδα]] «[[γνωρίζω]]», εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>F</i>)<i>ιδ</i>- της ρίζας <i>Fειδ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[είδος]]) και συνδέεται με τον αρχ. νορβηγικό τ. <i>vitr</i> «[[έξυπνος]]»].
}}
}}