3,277,180
edits
(6_21) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἴγδισμα''': τό, (ἐκ τοῦ ἰγδίζω, [[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ) κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου· - [[εἶδος]] ὀρχήσεως, καθ’ ἣν οἱ πόδες συνεχῶς ἐπλήττοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (464. 51), «[[εἶδος]] ὀρχήσεως ἐν ᾗ ἐλύγιζον ἐμφερῶς τῷ δοίδυκι». - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ἴγδισμα]], [[λύγισμα]]». | |lstext='''ἴγδισμα''': τό, (ἐκ τοῦ ἰγδίζω, [[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ) κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου· - [[εἶδος]] ὀρχήσεως, καθ’ ἣν οἱ πόδες συνεχῶς ἐπλήττοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (464. 51), «[[εἶδος]] ὀρχήσεως ἐν ᾗ ἐλύγιζον ἐμφερῶς τῷ δοίδυκι». - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ἴγδισμα]], [[λύγισμα]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἴγδισμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κοπάνισμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού [[κατά]] τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν [[συνεχώς]] στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο στην αρχ. [[ιγδίζω]] «[[κοπανώ]] με το [[γουδί]]»]. | |||
}} | }} |