ἴγδισμα
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
-ατος, τό, (from ἰγδίζω, which is not found) pounding: hence, a dance, in which the loins were moved like a pestle, EM464.51, Suid.
German (Pape)
[Seite 1235] τό, das Stoßen im Mörser. Nach E. M. ein von seinem Stampfen benannter Tanz.
Greek (Liddell-Scott)
ἴγδισμα: τό, (ἐκ τοῦ ἰγδίζω, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ) κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου· - εἶδος ὀρχήσεως, καθ’ ἣν οἱ πόδες συνεχῶς ἐπλήττοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (464. 51), «εἶδος ὀρχήσεως ἐν ᾗ ἐλύγιζον ἐμφερῶς τῷ δοίδυκι». - Κατὰ Σουΐδ.: «ἴγδισμα, λύγισμα».
Greek Monolingual
ἴγδισμα, τὸ (Α)
1. κοπάνισμα
2. είδος χορού κατά τον οποίο τα πόδια χτυπούσαν συνεχώς στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην αρχ. ιγδίζω «κοπανώ με το γουδί»].