Anonymous

ἱμονιά: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />corde de puits.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάω]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />corde de puits.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμονιά]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]] με το οποίο τραβούν τον κουβά από το [[πηγάδι]]<br /><b>2.</b> [[μήκος]] σχοινιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> (<b>βλ.</b> [[ιμάντας]]), προέρχεται πιθ. από <i>ἵμων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σαξων. <i>sĩmo</i> «[[κορδόνι]]», αρχ. ινδ. <i>sĭman</i>- «όριο» και ελλ. [[ιμανήθρη]]), σχηματισμένο με έρρινο [[επίθημα]] (-<i>νιά</i>)].
}}
}}