Anonymous

ἱμονιά: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμονιά]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]] με το οποίο τραβούν τον κουβά από το [[πηγάδι]]<br /><b>2.</b> [[μήκος]] σχοινιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> (<b>βλ.</b> [[ιμάντας]]), προέρχεται πιθ. από <i>ἵμων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σαξων. <i>sĩmo</i> «[[κορδόνι]]», αρχ. ινδ. <i>sĭman</i>- «όριο» και ελλ. [[ιμανήθρη]]), σχηματισμένο με έρρινο [[επίθημα]] (-<i>νιά</i>)].
|mltxt=[[ἱμονιά]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]] με το οποίο τραβούν τον κουβά από το [[πηγάδι]]<br /><b>2.</b> [[μήκος]] σχοινιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> (<b>βλ.</b> [[ιμάντας]]), προέρχεται πιθ. από <i>ἵμων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σαξων. <i>sĩmo</i> «[[κορδόνι]]», αρχ. ινδ. <i>sĭman</i>- «όριο» και ελλ. [[ιμανήθρη]]), σχηματισμένο με έρρινο [[επίθημα]] (-<i>νιά</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱμονιά:''' [ῐ], ἡ ([[ἱμάς]]), [[σχοινί]] για [[άντληση]] νερού από [[πηγάδι]], για [[γεώτρηση]], σε Αριστοφ.
}}
}}