Anonymous

ἰπωτήριον: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_22)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰπωτήριον''': τό, πιεστήριον, ἰπ. ληνοῦ Γλωσσ.
|lstext='''ἰπωτήριον''': τό, πιεστήριον, ἰπ. ληνοῦ Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰπωτήριον]], τὸ (Α)<br />[[ιπώ]]<br /><b>1.</b> [[πιεστήριο]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[είδος]] καθετήρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] εμπλάστρου.
}}
}}