ἰπωτήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A olivepress, olive-press or winepress, wine-press, ἰπωτήριον ληνοῦ, Glossaria; ὅλμοι καὶ ἰπωτήρια PRev.Laws 49.13, cf. 51.2 (iii B.C.).
II in surgery, bougie, Heliod. ap. Orib. 50.9.7, Antyll. ap. eund.44.23.61, Meges ap.eund.44.24.9.
2 name of a plaster, Heracl.Tarent. ap. Gal.13.725, Orib.Fr.52.
Greek (Liddell-Scott)
ἰπωτήριον: τό, πιεστήριον, ἰπ. ληνοῦ Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἰπωτήριον, τὸ (Α)
ιπώ
1. πιεστήριο
2. ιατρ. είδος καθετήρα
3. είδος εμπλάστρου.