Anonymous

ἱστάνω: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_14)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστάνω''': μεταγεν. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ἵστημι]], Ὀρφ. Ἀργ. 904, Ἀθήν. 115F, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 31, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 17: παρατ. ἵστανον (συν-) Πολύβ. 4. 82, 5· (δι-) Ἀππ. Ἰβηρ. 36· πρβλ. [[ὡσαύτως]] ἐφιστάνω. Ὁ [[τύπος]] οὖτος εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸν Λυσ. 25. 3, καὶ τὸν Ἰσαῖον 2. 29, κλ.
|lstext='''ἱστάνω''': μεταγεν. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ἵστημι]], Ὀρφ. Ἀργ. 904, Ἀθήν. 115F, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 31, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 17: παρατ. ἵστανον (συν-) Πολύβ. 4. 82, 5· (δι-) Ἀππ. Ἰβηρ. 36· πρβλ. [[ὡσαύτως]] ἐφιστάνω. Ὁ [[τύπος]] οὖτος εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸν Λυσ. 25. 3, καὶ τὸν Ἰσαῖον 2. 29, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱστάνω]] (Α)<br />[[ίστημι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το απρμφ. <i>ἱστάναι</i> του ενεστ. [[ἵστημι]] δημιουργήθηκε παράλλ. τ. <i>ἱστάνειν</i> και εν συνεχεία υποχωρητικά [[θεματικός]] ενεστ. [[ἱστάνω]].
}}
}}