Anonymous

ἱστάνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱστάνω]] (Α)<br />[[ίστημι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το απρμφ. <i>ἱστάναι</i> του ενεστ. [[ἵστημι]] δημιουργήθηκε παράλλ. τ. <i>ἱστάνειν</i> και εν συνεχεία υποχωρητικά [[θεματικός]] ενεστ. [[ἱστάνω]].
|mltxt=[[ἱστάνω]] (Α)<br />[[ίστημι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το απρμφ. <i>ἱστάναι</i> του ενεστ. [[ἵστημι]] δημιουργήθηκε παράλλ. τ. <i>ἱστάνειν</i> και εν συνεχεία υποχωρητικά [[θεματικός]] ενεστ. [[ἱστάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱστάνω:''' μεταγεν. [[τύπος]] ισοδ. του [[ἵστημι]], σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
}}
}}