Anonymous

ἰσχάς: Difference between revisions

From LSJ
1,141 bytes added ,  29 September 2017
18
(eksahir)
(18)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[higo seco]]
|esgtx=[[higo seco]]
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰσχάς]], -[[άδος]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ισχάδα]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἰσχάς]], -[[άδος]], ή (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ελιά]]) ώριμη, παραγινωμένη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξηρό [[σύκο]]<br /><b>2.</b> [[απόφυση]] στον πρωκτό η οποία μοιάζει με [[σύκο]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] ευφόρβιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανήκει στη λεξιλογική [[οικογένεια]] του επιθ. [[ἰσχνός]] και [[είναι]] και αυτή αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ένα έρρινο θ. σε -<i>n</i> και [[είναι]] σχηματισμένη [[κατά]] τα [[οινάς]], [[μυρτάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ισχάδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ισχαδοκάρυον]], [[ισχαδοπώλης]], [[ισχαδοφάγος]]].
}}
}}