Anonymous

ἰσχναντικός: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_10)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχναντικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἴχνανσιν, Ἀριστ. πρβλ. 5. 40, 4.
|lstext='''ἰσχναντικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἴχνανσιν, Ἀριστ. πρβλ. 5. 40, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχναντικός]], -ή, -όν (Α) [[ισχναίνω]]<br />αυτός που επιφέρει [[ίσχνανση]].
}}
}}