Anonymous

ἰσχναντικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχναντικός]], -ή, -όν (Α) [[ισχναίνω]]<br />αυτός που επιφέρει [[ίσχνανση]].
|mltxt=[[ἰσχναντικός]], -ή, -όν (Α) [[ισχναίνω]]<br />αυτός που επιφέρει [[ίσχνανση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχναντικός:''' делающий худым, т. е. изнурительный (οἱ ἀνάντεις τῶν κατάντων ἰσχναντικώτεροι περίπατοι Arst.).
}}
}}