Anonymous

ἰσχυρόχρως: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_23)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡρόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[ἰσχυροσώματος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289.
|lstext='''ἰσχῡρόχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, = [[ἰσχυροσώματος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυρόχρως]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό, στερεό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>ο</i> «[[δέρμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρως</i>, <i>λιπαρό</i>-<i>χρως</i>].
}}
}}