Anonymous

ἰσχυροπλήκτης: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_19)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡροπλήκτης''': -ου, ὁ, ἰσχυρῶς πλήττων, Ἡσύχ. ἐν λ. διοπλήκταν.
|lstext='''ἰσχῡροπλήκτης''': -ου, ὁ, ἰσχυρῶς πλήττων, Ἡσύχ. ἐν λ. διοπλήκταν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυροπλήκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που πλήττει ισχυρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλήκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] / [[πλήττω]])].
}}
}}