Anonymous

ἰσχυροθώραξ: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_4)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡροθώραξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχυρὸν θώρακα, Ἡσύχ. ἐν λ. χαλκοχιτώνων.
|lstext='''ἰσχῡροθώραξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχυρὸν θώρακα, Ἡσύχ. ἐν λ. χαλκοχιτώνων.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυροθώραξ]], -ακος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό, στερεό θώρακα.
}}
}}