3,274,754
edits
(6_4) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχῡροθώραξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχυρὸν θώρακα, Ἡσύχ. ἐν λ. χαλκοχιτώνων. | |lstext='''ἰσχῡροθώραξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχυρὸν θώρακα, Ἡσύχ. ἐν λ. χαλκοχιτώνων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχυροθώραξ]], -ακος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρό, στερεό θώρακα. | |||
}} | }} |