ἰσχυροθώραξ
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
-ᾱκος, ὁ, ἡ, gloss on χαλκοχιτώνων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1273] ακος, mit festem Harnisch, Hesych., Erkl. von χαλκοχίτων.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡροθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχυρὸν θώρακα, Ἡσύχ. ἐν λ. χαλκοχιτώνων.
Greek Monolingual
ἰσχυροθώραξ, -ακος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρό, στερεό θώρακα.