3,258,372
edits
(6_21) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάγκαμον''': τό, Ἀραβικόν τι [[κόμμι]] ἐν χρήσει εἰς καπνίσματα, Διοσκ. 1. 23, Πλίν. 12. 44. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάγκαμον]], παρ’ Ἰνδοῖς [[ξύλον]] [[δάκρυον]] καὶ [[θυμίαμα]]. | |lstext='''κάγκαμον''': τό, Ἀραβικόν τι [[κόμμι]] ἐν χρήσει εἰς καπνίσματα, Διοσκ. 1. 23, Πλίν. 12. 44. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάγκαμον]], παρ’ Ἰνδοῖς [[ξύλον]] [[δάκρυον]] καὶ [[θυμίαμα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάγκαμον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] αραβικού κόμμεως, γόμας, κολλητικής ουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που συνδέεται με αραβ. <i>kamk</i><i>ā</i><i>m</i>. Ο τ. [[κάγκαμον]] μαρτυρείται στη λατ. με τη [[μορφή]] <i>cancamum</i>]. | |||
}} | }} |