Anonymous

κάγκαμον: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_21)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάγκαμον''': τό, Ἀραβικόν τι [[κόμμι]] ἐν χρήσει εἰς καπνίσματα, Διοσκ. 1. 23, Πλίν. 12. 44. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάγκαμον]], παρ’ Ἰνδοῖς [[ξύλον]] [[δάκρυον]] καὶ [[θυμίαμα]].
|lstext='''κάγκαμον''': τό, Ἀραβικόν τι [[κόμμι]] ἐν χρήσει εἰς καπνίσματα, Διοσκ. 1. 23, Πλίν. 12. 44. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κάγκαμον]], παρ’ Ἰνδοῖς [[ξύλον]] [[δάκρυον]] καὶ [[θυμίαμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κάγκαμον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] αραβικού κόμμεως, γόμας, κολλητικής ουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που συνδέεται με αραβ. <i>kamk</i><i>ā</i><i>m</i>. Ο τ. [[κάγκαμον]] μαρτυρείται στη λατ. με τη [[μορφή]] <i>cancamum</i>].
}}
}}