Anonymous

καθαριεύω: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_6)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰθᾰριεύω''': εἶμαι [[καθάριος]], Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 6· ἴδε Valck. εἰς Ξενοφ. Ἀποσπ. 2. 1, 22, Stallb. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 58Β.
|lstext='''κᾰθᾰριεύω''': εἶμαι [[καθάριος]], Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 6· ἴδε Valck. εἰς Ξενοφ. Ἀποσπ. 2. 1, 22, Stallb. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 58Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθαριεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[φωνήεν]] α) [[καθαρεύω]], [[ακολουθώ]] [[άλλο]] [[φωνήεν]] ή το [[σύμφωνο]] <i>ρ</i>, [[είμαι]] [[καθαρός]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθαριεύομαι</i><br />[[είμαι]] [[καθάριος]], [[αγαπώ]] την [[καθαριότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[καθαρεύω]].
}}
}}