καθαριεύω

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαριεύω Medium diacritics: καθαριεύω Low diacritics: καθαριεύω Capitals: ΚΑΘΑΡΙΕΥΩ
Transliteration A: katharieúō Transliteration B: katharieuō Transliteration C: katharieyo Beta Code: kaqarieu/w

English (LSJ)

A to be καθάριος, in Med., Alex.Aphr. Pr.2.53.
II = καθαρεύω 3, Hdn.Gr. ap. Choerob.in Theod.1.232, Theognost.Can.28, etc.

German (Pape)

[Seite 1281] dasselbe, Sp.; auch vom Styl, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθᾰριεύω: εἶμαι καθάριος, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 6· ἴδε Valck. εἰς Ξενοφ. Ἀποσπ. 2. 1, 22, Stallb. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 58Β.

Greek Monolingual

καθαριεύω (Α)
1. (για το φωνήεν α) καθαρεύω, ακολουθώ άλλο φωνήεν ή το σύμφωνο ρ, είμαι καθαρός
2. μέσ. καθαριεύομαι
είμαι καθάριος, αγαπώ την καθαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του καθαρεύω.