Anonymous

κάδδιχος: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κάδος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κάδος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κάδδιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Πλούτ.</b>) το [[δοχείο]] στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα<br /><b>2.</b> [[κάλπη]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) σικελικό [[μέτρο]], ίσως το [[ημίεκτον]]<br />β) [[άρτος]] που προσφερόταν στους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάδος]], με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>δδ</i>-) και [[επίθημα]] -<i>ιχος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οσσ</i>-<i>ίχος</i>)].
}}
}}