Anonymous

ἰσόπεδος: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[πέδον]].
|btext=ος, ον :<br />qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[πέδον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόπεδος]] -ον)<br />αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («χοῡν ποιέων τῇ [[ἄλλῃ]] γῃ [[ἰσόπεδον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που η [[επιφάνεια]] του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την [[επιφάνεια]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ισόπεδη [[διάβαση]]» — [[διασταύρωση]] δύο [[οδών]] ή οδού και σιδηροδρομικής γραμμής στην [[ίδια]] [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἰσόπεδον]]<br />επίπεδο [[έδαφος]], ομαλή [[επιφάνεια]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἴσον τῇ γῇ, όμαλὸν [[ἔδαφος]], ἰσόχωρον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)-<span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>].
}}
}}