Anonymous

ἰσόπεδος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόπεδος''': -ον, ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν, [[ἐπίπεδος]], ἐξ ἰσοπέδου χωρίου Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, πρβλ. Λουκ. Ἱππ. 4· ἰσ. χρώματα, ἐπιτιθέμενα ἐπὶ ἐπιπέδου, ἀντίθετον τῷ κοῖλα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49. 2) [[μετὰ]] δοτ., [[ἐπίπεδος]] ἢ [[ἴσος]] πρὸς …, χοῦν ποιῆσαι τῇ [[ἄλλῃ]] γῇ [[ἰσόπεδον]] Ἡρόδ. 4: 201, πρβλ. Διόδ. 19. 94. - ἰσοπεδόω, μεταγεν.
|lstext='''ἰσόπεδος''': -ον, ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν, [[ἐπίπεδος]], ἐξ ἰσοπέδου χωρίου Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, πρβλ. Λουκ. Ἱππ. 4· ἰσ. χρώματα, ἐπιτιθέμενα ἐπὶ ἐπιπέδου, ἀντίθετον τῷ κοῖλα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49. 2) [[μετὰ]] δοτ., [[ἐπίπεδος]] ἢ [[ἴσος]] πρὸς …, χοῦν ποιῆσαι τῇ [[ἄλλῃ]] γῇ [[ἰσόπεδον]] Ἡρόδ. 4: 201, πρβλ. Διόδ. 19. 94. - ἰσοπεδόω, μεταγεν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[πέδον]].
}}
}}