3,270,629
edits
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσόπεδος''': -ον, ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν, [[ἐπίπεδος]], ἐξ ἰσοπέδου χωρίου Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, πρβλ. Λουκ. Ἱππ. 4· ἰσ. χρώματα, ἐπιτιθέμενα ἐπὶ ἐπιπέδου, ἀντίθετον τῷ κοῖλα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49. 2) [[μετὰ]] δοτ., [[ἐπίπεδος]] ἢ [[ἴσος]] πρὸς …, χοῦν ποιῆσαι τῇ [[ἄλλῃ]] γῇ [[ἰσόπεδον]] Ἡρόδ. 4: 201, πρβλ. Διόδ. 19. 94. - ἰσοπεδόω, μεταγεν. | |lstext='''ἰσόπεδος''': -ον, ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν, [[ἐπίπεδος]], ἐξ ἰσοπέδου χωρίου Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902, πρβλ. Λουκ. Ἱππ. 4· ἰσ. χρώματα, ἐπιτιθέμενα ἐπὶ ἐπιπέδου, ἀντίθετον τῷ κοῖλα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 49. 2) [[μετὰ]] δοτ., [[ἐπίπεδος]] ἢ [[ἴσος]] πρὸς …, χοῦν ποιῆσαι τῇ [[ἄλλῃ]] γῇ [[ἰσόπεδον]] Ἡρόδ. 4: 201, πρβλ. Διόδ. 19. 94. - ἰσοπεδόω, μεταγεν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est sur le même plan, de niveau avec, τινι ; τὸ ἰσόπεδον plaine unie.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[πέδον]]. | |||
}} | }} |