Anonymous

κακοκαρπία: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_10)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκοκαρπία''': ἡ, κακὴ [[κατάστασις]] τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ.
|lstext='''κᾰκοκαρπία''': ἡ, κακὴ [[κατάστασις]] τῶν καρπῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 1, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοκαρπία]], ἡ (AM) [[κακόκαρπος]]<br /><b>1.</b> κακή [[κατάσταση]] τών καρπών, [[παραγωγή]] κακών ή ατελών καρπών<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ακαρπία]].
}}
}}