Anonymous

κακοτέρμων: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοτέρμων''': -ον, κακῶς τελευτῶν ἢ [[μετὰ]] δυσκολίας, Ποιητὴς Βοταν. 94.
|lstext='''κακοτέρμων''': -ον, κακῶς τελευτῶν ἢ [[μετὰ]] δυσκολίας, Ποιητὴς Βοταν. 94.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοτέρμων]], -ότερμον (Α)<br />αυτός που τελειώνει άσχημα ή με [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τέρμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέρμων]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απειρο</i>-[[τέρμων]], <i>βαθυ</i>-[[τέρμων]].
}}
}}