Anonymous

κακώδης: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_7)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακώδης''': -ες, (ὄζω) κακῶς ὄζων, Ἱππ. 671. 52, Ἀριστ. Προβλ. 2. 13.
|lstext='''κακώδης''': -ες, (ὄζω) κακῶς ὄζων, Ἱππ. 671. 52, Ἀριστ. Προβλ. 2. 13.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακώδης]], -ες (Α)<br />αυτός που μυρίζει άσχημα, [[κάκοσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θερμ</i>-<i>ώδης</i>, <i>μελαν</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
}}