κακώδης

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκώδης Medium diacritics: κακώδης Low diacritics: κακώδης Capitals: ΚΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: kakṓdēs Transliteration B: kakōdēs Transliteration C: kakodis Beta Code: kakw/dhs

English (LSJ)

κακῶδες, (ὄδωδα) ill-smelling, Hp.Mul.2.204, Arist.Pr.867b10 (Comp.), Thphr. De Odoribus 2.

German (Pape)

[Seite 1306] ες, übel riechend, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακώδης: -ες, (ὄζω) κακῶς ὄζων, Ἱππ. 671. 52, Ἀριστ. Προβλ. 2. 13.

Greek Monolingual

κακώδης, -ες (Α)
αυτός που μυρίζει άσχημα, κάκοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + -ώδης (πρβλ. θερμώδης, μελανώδης)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακώδης -ες [κακός, ὄζω] met vieze geur.