Anonymous

καλιά: Difference between revisions

From LSJ
1,527 bytes added ,  29 September 2017
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> cabane, hutte;<br /><b>2</b> grenier;<br /><b>3</b> nid d’oiseau.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[καλύπτω]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> cabane, hutte;<br /><b>2</b> grenier;<br /><b>3</b> nid d’oiseau.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[καλύπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[καλιά]] και ιων. τ. καλιή, ἡ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταφύγιο]] ή [[κατοικία]] ζεύγους νεονύμφων ή ερωτευμένων, [[φωλιά]] («ερωτική [[καλιά]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινη [[κατοικία]] ή [[παράπηγμα]] πλεγμένο με κλαδιά, [[καλύβα]]<br /><b>2.</b> [[αποθήκη]] σιτηρών, [[σιτοβολώνας]]<br /><b>3.</b> [[ξύλινος]] [[σηκός]] ή [[σπήλαιο]] που περιείχε [[άγαλμα]] θεού («Πανὸς τ' ἠχήεσσα καλιή», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φωλιά]] πτηνού («[[οἰκίσκος]] [[ὀρνίθειος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «καλιαί<br />νοσσιαὶ ἐκ ξύλων καὶ ξύλινά τινα περιέχοντα ἀγαλμάτια εἰδώλων<br />δηλοῑ δὲ καὶ σκηνὴν ἢ οἰκίαν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Λόγω της μακρότητας του -<i>ι</i>- δεν εμφανίζει [[μάλλον]] τη γνωστή κατάλ. -<i>ιά</i>. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kel</i>- «[[κρύβω]], [[καλύπτω]]», ενώ παραμένει ατεκμηρίωτη η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[καλύπτω]].
}}
}}