Anonymous

κακοτροπεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_5)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοτροπεύομαι''': ἀποθ. τῷ ἑπομ., [[πρός]] τινα Πολύβ. 5. 2, 9. ἴδε Α. Β. 354.
|lstext='''κακοτροπεύομαι''': ἀποθ. τῷ ἑπομ., [[πρός]] τινα Πολύβ. 5. 2, 9. ἴδε Α. Β. 354.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοτροπεύομαι]] (Α) [[κακότροπος]]<br />φέρομαι με [[κακό]] τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς [[Χαλκίδα]]», <b>Πολ.</b>).
}}
}}