Anonymous

κακοτροπεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοτροπεύομαι]] (Α) [[κακότροπος]]<br />φέρομαι με [[κακό]] τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς [[Χαλκίδα]]», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[κακοτροπεύομαι]] (Α) [[κακότροπος]]<br />φέρομαι με [[κακό]] τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς [[Χαλκίδα]]», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοτροπεύομαι:''' нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.).
}}
}}