Anonymous

κάλλυσμα: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_21)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάλλυσμα''': τό, [[σάρωμα]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. σάρματα· [[μηδὲ]] τὰ καλύσματα φέρειν ἐπὶ τὰ σήματα Inscr. Gr. Ant. ἔκδ. Η. Roehl 1882.
|lstext='''κάλλυσμα''': τό, [[σάρωμα]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. σάρματα· [[μηδὲ]] τὰ καλύσματα φέρειν ἐπὶ τὰ σήματα Inscr. Gr. Ant. ἔκδ. Η. Roehl 1882.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάλλυσμα]], τὸ (Α) [[καλλύνω]]<br />αυτό που αποβάλλεται [[μετά]] τον καθαρισμό, το [[σκουπίδι]].
}}
}}