κάλλυσμα

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλυσμα Medium diacritics: κάλλυσμα Low diacritics: κάλλυσμα Capitals: ΚΑΛΛΥΣΜΑ
Transliteration A: kállysma Transliteration B: kallysma Transliteration C: kallysma Beta Code: ka/llusma

English (LSJ)

-ατος, τό, sweeping, in plural, IG12(5).593A22 (Ceos), prob. in Thphr. Char.10.6, cf. Hsch. s.v. σάρματα.

German (Pape)

[Seite 1312] τό, das Ausgefegte, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλυσμα: τό, σάρωμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σάρματα· μηδὲ τὰ καλύσματα φέρειν ἐπὶ τὰ σήματα Inscr. Gr. Ant. ἔκδ. Η. Roehl 1882.

Greek Monolingual

κάλλυσμα, τὸ (Α) καλλύνω
αυτό που αποβάλλεται μετά τον καθαρισμό, το σκουπίδι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλυσμα -ατος, τό [καλλύνω] afval:. διφᾶν τὰ καλλύσματα het afval doorzoeken Thphr. Ch. 10.6.