Anonymous

καλύπτρα: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> couvercle de carquois;<br /><b>2</b> voile, coiffe de femme.<br />'''Étymologie:''' [[καλύπτω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> couvercle de carquois;<br /><b>2</b> voile, coiffe de femme.<br />'''Étymologie:''' [[καλύπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[καλύπτρα]], Α ιων. τ. καλύπτρη) [[καλύπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει [[κάτι]], το [[κάλυμμα]]<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το [[κεφάλι]] ή το [[πρόσωπο]], [[κεφαλοπάνι]], [[βέλο]]<br />(«ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[στρώμα]] από παρεγχυματικά κύτταρα που σχηματίζει [[κάλυμμα]] σε [[σχήμα]] κουκούλας στην [[κορυφή]] της ρίζας<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] του εγκεφαλικού στελέχους [[προς]] τη [[ράχη]] τών εγκεφαλικών σκελών και της γέφυρας διά μέσου του οποίου ανέρχονται αισθητικές ίνες [[προς]] τα εγκεφαλικά ημισφαίρια<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (στο Βυζάντιο) [[πηλήκιο]], [[κάλυμμα]] της κεφαλής τών στρατιωτών από ελαφρό ύφασμα, που κατέληγε σε [[οξεία]] [[γωνία]] στο [[πάνω]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> το [[περίβλημα]] του καρπού τών [[φυτών]], λέπυρο, [[περικάρπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> νυφικό πέπλο<br /><b>2.</b> ως [[παρωνυμία]] μιας περιοχής στην Περσία, που δόθηκε από τον μεγάλο βασιλιά στη σύζυγό του, από τα εισοδήματα της οποίας δαπανούσε για τα καλύμματα του κεφαλιού ή του προσώπου της<br /><b>3.</b> [[επίθεμα]], [[πώμα]]<br /><b>4.</b> [[θόλος]], [[τρούλλος]]<br /><b>5.</b> [[βλέφαρο]]<br /><b>6.</b> [[σάβανο]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «δνοφερά [[καλύπτρα]]» — το σκοτεινό [[κάλυμμα]] της νύχτας (<b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}