3,276,932
edits
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰλύπτρα''': Ἰων. -πτρη, ἡ, ὡς τὸ [[κάλυμμα]], [[κάλυμμα]] γυναικός, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην Ἰλ. Χ. 406, πρβλ. Ὀδ. Ε. 232, Παρμεν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111, Αἰσχύλ. Πέρσ. 537, Ἱκέτ. 121· καλ. πλοκάμων Ἀρχίλ. 16· [[καλύπτρα]] νύμφης (πρβλ. [[ἀνακαλυπτήρια]]) Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. εἰς Φοιν. 688· ― μεταφ., δνοφερὰ καλ., τὸ σκοτεινὸν [[κάλυμμα]] τῆς νυκτός, Αἰσχύλ. Χο. 811. 2) ἐπὶ χώρας ἐν Περσίᾳ δεδομένης ὑπὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως εἰς τὴν [[ἑαυτοῦ]] γυναῖκα, ἐκ τῶν εἰσοδημάτων τῆς ὁποίας νὰ δαπανᾷ διὰ τὰς καλύπτρας αὑτῆς (πρβλ. [[ζώνη]] Ι. 3), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123Β, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 513. ΙΙ. τὸ [[σκέπασμα]] φαρέτρας, Ἡρόδ. 4. 64. | |lstext='''κᾰλύπτρα''': Ἰων. -πτρη, ἡ, ὡς τὸ [[κάλυμμα]], [[κάλυμμα]] γυναικός, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην Ἰλ. Χ. 406, πρβλ. Ὀδ. Ε. 232, Παρμεν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111, Αἰσχύλ. Πέρσ. 537, Ἱκέτ. 121· καλ. πλοκάμων Ἀρχίλ. 16· [[καλύπτρα]] νύμφης (πρβλ. [[ἀνακαλυπτήρια]]) Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. εἰς Φοιν. 688· ― μεταφ., δνοφερὰ καλ., τὸ σκοτεινὸν [[κάλυμμα]] τῆς νυκτός, Αἰσχύλ. Χο. 811. 2) ἐπὶ χώρας ἐν Περσίᾳ δεδομένης ὑπὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως εἰς τὴν [[ἑαυτοῦ]] γυναῖκα, ἐκ τῶν εἰσοδημάτων τῆς ὁποίας νὰ δαπανᾷ διὰ τὰς καλύπτρας αὑτῆς (πρβλ. [[ζώνη]] Ι. 3), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123Β, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 513. ΙΙ. τὸ [[σκέπασμα]] φαρέτρας, Ἡρόδ. 4. 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> couvercle de carquois;<br /><b>2</b> voile, coiffe de femme.<br />'''Étymologie:''' [[καλύπτω]]. | |||
}} | }} |