Anonymous

καναχής: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui résonne, <i>càd</i> accompagné de gémissement.<br />'''Étymologie:''' [[καναχέω]].
|btext=ής, ές :<br />qui résonne, <i>càd</i> accompagné de gémissement.<br />'''Étymologie:''' [[καναχέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καναχής]], -ές (Α) [[καναχή]]<br />(για δάκρυα) αυτός που συνοδεύεται από στεναγμούς και θρήνους («[[δάκρυ]] καναχές», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}