Anonymous

καναχής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰνᾰχής''': -ές, ἵετε δάκρυ καναχές, συνοδευόμενον ὑπὸ κωκυτῶν καὶ στεναγμῶν, Αἰσχύλ. Χο. 152· πρβλ. [[καναχή]], -ηδά.
|lstext='''κᾰνᾰχής''': -ές, ἵετε δάκρυ καναχές, συνοδευόμενον ὑπὸ κωκυτῶν καὶ στεναγμῶν, Αἰσχύλ. Χο. 152· πρβλ. [[καναχή]], -ηδά.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui résonne, <i>càd</i> accompagné de gémissement.<br />'''Étymologie:''' [[καναχέω]].
}}
}}