Anonymous

κάπνισις: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_8)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάπνισις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἐκτεθειμένος εἰς τὸν καπνὸν, τὸ καπνίζεσθαι, ἡ δὲ [[κάπνισις]] [[μετὰ]] δακτύου Ἀριστ. Πρβλ. 10. 51.
|lstext='''κάπνισις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἐκτεθειμένος εἰς τὸν καπνὸν, τὸ καπνίζεσθαι, ἡ δὲ [[κάπνισις]] [[μετὰ]] δακτύου Ἀριστ. Πρβλ. 10. 51.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάπνισις]], ἡ (Α) [[καπνίζω]]<br />το να [[είναι]] [[κάποιος]] εκτεθειμένος σε καπνό.
}}
}}