κάπνισις

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπνισις Medium diacritics: κάπνισις Low diacritics: κάπνισις Capitals: ΚΑΠΝΙΣΙΣ
Transliteration A: kápnisis Transliteration B: kapnisis Transliteration C: kapnisis Beta Code: ka/pnisis

English (LSJ)

-εως, ἡ, exposure to smoke, Arist.Pr. 896b9.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, das Räuchern, Eust.

Russian (Dvoretsky)

κάπνῐσις: εως ἡ подвергание действию дыма Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνισις: -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἐκτεθειμένος εἰς τὸν καπνὸν, τὸ καπνίζεσθαι, ἡ δὲ κάπνισις μετὰ δακτύου Ἀριστ. Πρβλ. 10. 51.

Greek Monolingual

κάπνισις, ἡ (Α) καπνίζω
το να είναι κάποιος εκτεθειμένος σε καπνό.