3,277,060
edits
(6_4) |
(19) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καναδόκα''': «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ. | |lstext='''καναδόκα''': «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καναδόκα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] «[[καλάμι]]» <span style="color: red;">+</span> [[δέκομαι]] «[[δέχομαι]]» και δηλώνει την [[εγκοπή]] της αιχμής του βέλους που δέχεται το [[στέλεχος]] [[μέσα]] της. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η [[γλώσσα]] του Ησυχίου θα [[πρέπει]] να διορθωθεί σε [[χηλή]] οϊστού</i> «[[εγκοπή]] βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κανδόχα]]<br />[[κήλη]] ως [[άλλος]] τ. του [[καναδόκα]], [[οπότε]] το [[κήλη]] θα [[πρέπει]] [[επίσης]] να διορθωθεί σε [[χηλή]]. | |||
}} | }} |