Anonymous

καναδόκα: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_4)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καναδόκα''': «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ.
|lstext='''καναδόκα''': «χηλὴ (χείλη κῶδ.) ὀϊστοῦ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καναδόκα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] σύνθ. <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] «[[καλάμι]]» <span style="color: red;">+</span> [[δέκομαι]] «[[δέχομαι]]» και δηλώνει την [[εγκοπή]] της αιχμής του βέλους που δέχεται το [[στέλεχος]] [[μέσα]] της. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η [[γλώσσα]] του Ησυχίου θα [[πρέπει]] να διορθωθεί σε [[χηλή]] οϊστού</i> «[[εγκοπή]] βέλους». Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κανδόχα]]<br />[[κήλη]] ως [[άλλος]] τ. του [[καναδόκα]], [[οπότε]] το [[κήλη]] θα [[πρέπει]] [[επίσης]] να διορθωθεί σε [[χηλή]].
}}
}}